ξενοικιάζω

ξενοικιάζω
ξενοίκιασα, ξενοικιάστηκα, ξενοικιασμένος, για τον εκμισθωτή και το μισθωτή, λύνω τη σύμβαση μίσθωσης ακινήτου, απαλλάσσω το μίσθιο (ακίνητο) από τη σύμβαση μίσθωσης, αδειάζω: Ξενοίκιασα το διαμέρισμα για το καλοκαίρι (το εγκατέλειψα).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξενοικιάζω — ξενοικιάζω, ξενοίκιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξενοικιάζω — 1. αφήνω το σπίτι ή κάτι άλλο που είχα με ενοίκιο 2. (για ιδιοκτήτη) διακόπτω τη μίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + νοικιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξενοίκιασμα — το [ξενοίκιάζω] λύση τής συμφωνίας ή τού συμβολαίου με το οποίο είχε νοικιαστεί κάτι, διακοπή μίσθωσης …   Dictionary of Greek

  • ξενοίκιαστος — η, ο [ξενοικιάζω] αμίσθωτος, ελεύθερος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”